Πριν από 2500 χρόνια οι βουδιστές μοναχοί σε μοναστήρια της Ινδίας έκαναν καθημερινά έναν κύκλο 108 προσευχών κατά τις οποίες συχνά μπερδεύονταν και επαναλάμβαναν ή ξεχνούσαν κάποιες από τις προσευχές. Ο ιερέας τους οδηγήθηκε στην κατασκευή ενός είδους κομπολογιού-κομποσκοινιού το οποίο αποτελούταν από 108 κόμπους σε ένα σχοινί δεμένο σε κύκλο όπως ο κύκλος της ζωής. Οι μοναχοί περνώντας τα δάχτυλα τους πάνω από κάθε κόμπο μετρούσαν τις προσευχές τους και ανακούφιζαν τις νευρικές απολήξεις που καταλήγουν στα ακροδάχτυλά τους ασκώντας ελαφριά πίεση στους κόμπους. Το προσευχητάρι αυτό ονομάστηκε «Mala» από το οποίο προήλθε το «Κομπολόι» από τα συνθετικά της λέξης κόμπος + λέω.
Λίγο αργότερα στην Αραβία, περίπου 1400 χρόνια πριν, οι Άραβες με σκοπό να προσεύχονται στον Μωάμεθ κατασκεύασαν το δικό τους κομπολόι – προσευχητάρι με 99 χάντρες, γιατί τόσες ήταν και οι προσευχές τους, και το ονόμασαν «Mashaba».
Προχωράμε στην Ιστορία και συναντάμε το κομπολόι – προσευχητάρι στην Ευρώπη κατά τον 13ο αιώνα μ.Χ. Το σημερινό ροζάριο με 5 τμήματα των 10 χαντρών δεμένα σε κύκλο, ακολουθούν 5 χάντρες στη σειρά με ανάμεσά τους κόμπους ώστε να διαχωρίζονται, και καταλήγει η κατασκευή σε ένα σταυρό. Η ονομασία του προήλθε από το λατινικό ROZARIUM που μεταφράζεται ως «στέμμα από τριαντάφυλλα» και είναι ένα σημαντικό στοιχείο της παράδοσης της Καθολικής Εκκλησίας και άλλων Χριστιανικών ομολογιών όπως οι Παλαιοκαθολικοί, οι Αγγλικανοί και οι Διαμαρτυρόμενοι.
Το 300 μ.Χ. οι Ορθόδοξοι της Αιγύπτου κατασκευάζουν το δικό τους κομπολόι – προσευχητάρι με 3 χάντρες στη σειρά και στην άκρη έναν σταυρό. Με έναν πρόχειρο συσχετισμό θα λέγαμε πως μοιάζει με το δικό μας σημερινό μπεγλέρι. Στοιχείο που μας βοηθάει να καταλάβουμε πως μεταφέρονται συνήθειες και πληροφορίες ανά τους αιώνες και εξελίσσονται.
Η πορεία του κομπολογιού συνεχίζεται και το συναντάμε στους Τούρκους οι οποίοι το μεταφέρουν στα χρόνια του Μεσοπολέμου στους Έλληνες, πράγμα αναπόφευκτο μετά από 400 χρόνια κατοχής. Οι Έλληνες το αφομοίωσαν και το προσάρμοσαν στη δική τους κουλτούρα, πολιτισμό και μεσογειακή ιδιοσυγκρασία. Καθώς «Οι Έλληνες δεν είναι λαός της υποταγής και της κακομοιριάς» έδωσαν δικά τους στοιχεία αλλάζοντας τόσο την χρήση όσο και τον συμβολισμό του κομπολογιού – ¨φίλου¨ τους. Οι Τούρκοι λοιπόν είχαν 33 χάντρες σε κύκλο με διάστημα ελεύθερο μόλις μιας χάντρας και στην άκρη διπλή χάντρα που οι Τούρκοι ονόμαζαν Βεζίρη. Οι Έλληνες το εξέλιξαν αφήνοντας μεγαλύτερο ελεύθερο διάστημα ανάμεσα στις χάντρες ίσο με το πλάτος μιας παλάμης και τη μεγάλη χάντρα που ενώνει τις δύο άκρες του κύκλου την ονόμασαν Παπά. Ο αριθμός των χαντρών είναι πάντα μονός και αυξομειώνεται ανάλογα τις ανάγκες και το γούστο του ιδιοκτήτη του. Το κομπολόι για τους Έλληνες δεν εξυπηρετούσε ποτέ θρησκευτικούς σκοπούς. Αποτελούσε πάντα ένα μέσο χαλάρωσης, περισυλλογής και φιλοσοφίας. Έναν τρόπο να εκτονωθεί η περίσσια ενέργεια, χαράς ή μελαγχολίας, από το σώμα και να βρει διέξοδο σε έναν «φίλο – σύντροφο», στο κομπολογάκι μας. Ήταν ένα παιχνίδι, ένα φετίχ, ένα αντικείμενο αξιόλογης συλλογής.
Από τις πρώτες φωτογραφίες που έχουμε στα χέρια μας είναι από το 1840 περίπου όπου ένας τοπικός άρχοντας της Καρύστου υποδέχεται τον Όθωνα κρατώντας το κομπολογάκι του.
Μεγάλα ονόματα από τον καλλιτεχνικό και επιχειρηματικό χώρο καθώς και τον χώρο της πολιτικής του 20ου και 21ου αιώνα είναι γνωστοί λάτρεις και συλλέκτες σπάνιων και πολύτομων κομπολογιών από όλο τον κόσμο.
Για αρκετά χρόνια το κομπολόι μονοπωλούσαν οι άντρες όμως με το πέρασμα των χρόνων έχει περάσει και στα γυναικεία χέρια.